- τηλεστερεοσκόπιο
- το, Ντεχνολ. οπτικό όργανο που δίνει πολύ έντονα την εικόνα ενός μακρινού αντικειμένου και ανάγλυφη τη μορφή του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telestereoscope < τηλ(ε)-* + στερεοσκόπιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλεστερεοσκόπιο — το οπτικό όργανο για την παρατήρηση της ανάγλυφης μορφής αντικειμένου σε μεγάλη απόσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηλεστερεοσκοπία — η, Ν [τηλεστερεοσκόπιο] παρατήρηση αντικειμένων με τηλεστερεοσκόπιο … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek